Zwyciężać στα ελληνικά

Μετάφραση: zwyciężać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερισχύω, κερδίζω, κατανικώ, καταβάλλω, επικρατώ, υπερνικώ, ξεπερνώ, νικημένος, νικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Zwyciężać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • demencja στα ελληνικά - άνοια, άνοιας, την άνοια, της άνοιας, η άνοια
  • dyspozycja στα ελληνικά - διάθεση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
  • elektrowóz στα ελληνικά - ατμομηχανή σιδηροδρόμου, κινητήριος, ατμομηχανή, μηχανή, μηχανή έλξης
  • hantle στα ελληνικά - αλτήρα, βαράκι, αλτήρων, dumbbell, αλτήρας
Τυχαίες λέξεις
Zwyciężać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερισχύω, κερδίζω, κατανικώ, καταβάλλω, επικρατώ, υπερνικώ, ξεπερνώ, νικημένος, νικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει