Útil στα ελληνικά

Μετάφραση: útil, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμαλφής, χρήσιμος, εξυπηρετικός, πολύτιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Útil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • úteis στα ελληνικά - εξυπηρετικός, χρήσιμος, Χρήσιμη, χρήσιμες, ως χρήσιμες, ήταν χρήσιμη
  • útero στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Τυχαίες λέξεις
Útil στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμαλφής, χρήσιμος, εξυπηρετικός, πολύτιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο