Λέξη: αφορίζω
Σχετικές λέξεις: αφορίζω
ορίζω συνώνυμο, ορίζω ορισμός
Μεταφράσεις: αφορίζω
αφορίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excommunicate, unchurch
αφορίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excomulgar, excomulgar a, excommunicate, excomulgarlo, excomunión a
αφορίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
exkommunizieren, zu exkommunizieren, exkommuniziert, Exkommunikation
αφορίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excommunier, excommunication, excommunier les, excommunié, d'excommunier
αφορίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scomunicare, scomunica, excommunicate, scomunicato, scomunicarlo
αφορίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excomungado, excomungar, excomungá, excommunicate
αφορίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
excommuniceren, te excommuniceren, de ban, excommunicatie, geëxcommuniceerd
αφορίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отлучать, отлучить от церкви, отлучить, отлученный от церкви, отлучением
αφορίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bannlyse, utelukke
αφορίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exkommunicerar, exkommunicera, bannlysa, bannlyst, bann
αφορίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
julistaa pannaan, julistaa kirkonkiroukseen, erottaa kirkon yhteydestä
αφορίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekskommunikere, bandlyse, ekskommunicere, bandlyser, at ekskommunikere
αφορίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyobcovat, vyloučit, exkomunikovat, exkomunikoval, vyloučil, exkomunikujte
αφορίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykląć, wyklinać, ekskomunikować, przeklinać, ekskomuniki, excommunicate, ekskomunikował
αφορίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiközösített, kiközösítik, kiátkoz, mindenkit közösítsenek, közösítsenek
αφορίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aforoz etmek, aforoz, excommunicate, aforoz etmekletehdit
αφορίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відлучити від
αφορίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëboj, i përjashtuar, i shkishëruar, i dëbuar, përjashtoj
αφορίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отлъчен, отлъчи, отлъчва, отлъчим, отлъча
αφορίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адлучыць ад
αφορίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirkonkiroukseen, Kuulutab kirkonkiroukseen, Eristada kiriku seose, Kuulutab asetatakse
αφορίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izopćiti, izbaciti, ekskomunicirati, se ekskomunicira, ekskomunicira
αφορίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
excommunicate
αφορίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekskomunikuoti, atskirti nuo bažnyčios, nuo bažnyčios, ekskomunikuotasis, Atmetimo
αφορίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nošķirt no baznīcas
αφορίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исфрлање
αφορίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excomunica, excomunice, excomunica pe, excomunicarea, excomunice pe
αφορίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izopćiti
αφορίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
exkomunikovať
Τυχαίες λέξεις