Χρήσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: χρήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profícuo, útil, vantajoso, úteis, utilidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήσιμος
χρήσιμος ηλίθιος, χρήσιμος συνώνυμα, χρήσιμος οδηγός, χρήσιμος παιδαγωγία, χρήσιμος συνώνυμο, χρήσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χρήσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χρήματα στα πορτογαλικά - dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de
- χρήση στα πορτογαλικά - uso, emprego, função, hábito, alvo, ofício, aplicarão, ...
- χρήστης στα πορτογαλικά - vão, inútil, usuário, do usuário, utilizador, de usuário, usuários
- χρίσμα στα πορτογαλικά - unção, unction, a unção, fervor
Τυχαίες λέξεις
Χρήσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: profícuo, útil, vantajoso, úteis, utilidade
Μεταφράσεις: profícuo, útil, vantajoso, úteis, utilidade