Λέξη: σωματοφύλακας

Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας

σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας ταινία, σωματοφύλακας obama, σωματοφύλακας καραμανλή, σωματοφύλακας vip, ο σωματοφύλακασ

Συνώνυμα: σωματοφύλακας

σωματοφύλαξ, σωματοφύλακη

Μεταφράσεις: σωματοφύλακας

σωματοφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bodyguard, a bodyguard, musketeer, bodyguard for

σωματοφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guardaespaldas, escolta, guardia, el guardaespaldas, guardia personal

σωματοφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leibwächter, Leibwächter, Leibwache, Bodyguard

σωματοφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sentinelle, garde du corps, garde, gardes du corps, bodyguard, le garde du corps

σωματοφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardia del corpo, bodyguard, bodyguards, guardia, guardie del corpo

σωματοφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarda-costas, escolta, bodyguard, guarda, guarda pessoal

σωματοφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten

σωματοφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телохранитель, блюститель, дружинник, эскорт, дружина, охранник, телохранителем, телохранителя, телохранителей

σωματοφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
livvakt, bodyguard, livvakten, livvakt tjenester

σωματοφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livvakt, livvakten, bodyguard, livvakts

σωματοφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkivartija, henkivartijansa, henkivartijan, henkivartijana, Henkivartijat

σωματοφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bodyguard, livvagt, bodyguarden, livgarde

σωματοφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stráž, osobní strážce, bodyguard, tělesná stráž, strážce, tělesný strážce

σωματοφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ochroniarz, ochrona, strażnik, obstawa, goryl, straż przyboczna, ochrona osobista, ochroniarza

σωματοφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testőr, testőre, vagyonvédelem, testőrt, személyi védelem

σωματοφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koruma, koruması, bodyguard, korumam, muhafızlar

σωματοφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець

σωματοφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rojë personale, truproja, truproje, truproja e, bodyguard

σωματοφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът

σωματοφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
целаахоўнік, ахоўнік

σωματοφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ihukaitse, ihukaitsja, ihukaitsjat, bodyguard, ihukaitsjaks

σωματοφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tjelohranitelj, tjelesni čuvar, tjelohranitelja, bodyguard, telohranitelj

σωματοφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífvörður, höfuðvörð

σωματοφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmens sargybinis, sargybinis, sargybiniu, bodyguard, asmens sargybiniu

σωματοφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesassargs, miesassargu, miesassardze, pavadonis

σωματοφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телохранител, телохранителот, телохранители, телохранител на, телохранителот на

σωματοφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gardă personală, bodyguard, garda de corp, gardă de corp, bodyguardul

σωματοφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stráž, bodyguard, telesni stražar, stražar, varnostnik, telesni

σωματοφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stráž, osobný, osobné, osobnej, osobnú, osobná
Τυχαίες λέξεις