A στα ελληνικά

Μετάφραση: a, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρελθόν, αυτό, πλάστιγγα, ζυγαριά, ισορροπία, από, ισοζύγιο, περασμένος, ασφάλεια, προς, σε, ο, η, το, την, της
A στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • a coimar στα ελληνικά - ψιλή, πρόστιμο, φίνος, αίθριος, η, ο, το, ...
  • a dotar στα ελληνικά - αποδέχομαι, υιοθετώ, να, για, για να, σε, με
  • fracassado στα ελληνικά - απέτυχε, απέτυχαν, αποτύχει, παρέλειψε, δεν
Τυχαίες λέξεις
A στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρελθόν, αυτό, πλάστιγγα, ζυγαριά, ισορροπία, από, ισοζύγιο, περασμένος, ασφάλεια, προς, σε, ο, η, το, την, της