Ασφάλεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασφάλεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvaguardar, seguros, insultar, insulto, a, seguro, segurança, de segurança, a segurança, da segurança, garantia
Ασφάλεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλεια

ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, ασφάλεια στο διαδίκτυο για παιδιά, ασφάλεια στο διαδίκτυο, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασφάλεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά - sozinho, eremita, único, isolado, só, asyntrofeftos
  • ασυνόδευτος στα πορτογαλικά - desacompanhado, não acompanhado, não acompanhada, desacompanhada, desacompanhadas
  • ασφάλιση στα πορτογαλικά - insultar, seguro, seguros, insulto, seguro de, de seguros, de seguro
  • ασφαλής στα πορτογαλικά - seguro, sela, cofre, segura, segurança, seguros
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: salvaguardar, seguros, insultar, insulto, a, seguro, segurança, de segurança, a segurança, da segurança, garantia