Λέξη: τυπογράφος

Συνώνυμα: τυπογράφος

εκτυπωτής

Μεταφράσεις: τυπογράφος

τυπογράφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
printer, typographer, a printer

τυπογράφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impresora, impresor, tipógrafo, typographer, el tipógrafo

τυπογράφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
buchdrucker, drucker, Buchdrucker, Schriftsetzer, Typograf, Typograph, Typographen

τυπογράφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imprimeur, typographe, imprimante, typographer, de typographe, le typographe, typographes

τυπογράφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stampatore, stampante, tipografo, tipografia, typographer, il tipografo, tipografi

τυπογράφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cópia, imprimir, estampar, impressora, tipógrafo, typographer, tipografo, tipógrafa

τυπογράφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drukker, boekdrukker, printer, typograaf, typographer, typografische, de typograaf, typograaf werkzaam

τυπογράφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
типографщик, печатник, типограф, фотоувеличитель, машинистка, набойщик, принтер, типографом, шрифтовик, типографа

τυπογράφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skriver, typograf, typographer, typografen, typo- graf

τυπογράφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
typograf, typografen, och grafiske formgivaren, grafiske formgivaren, författaren och grafiske formgivaren

τυπογράφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulostin, painaja, kirjoitin, typografi, typografisia, latoja, graafisena

τυπογράφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
printer, typograf

τυπογράφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tiskárna, tiskař, typograf, sazeč, typografem, typografa, tiskařem

τυπογράφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drukarka, drukarz, poligraf, typograf, typografa, typografem, typographer

τυπογράφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomtató, nyomdász, tipográfus, nyomdászt

τυπογράφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
matbaacı, dizgici, tipograf, basımcı

τυπογράφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набивний, набивної, надрукований, друкований, друкар, печатник

τυπογράφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tipograf, uranium

τυπογράφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печатар

τυπογράφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
друкар, машыністка

τυπογράφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trükkal, printer, tüpograaf, Latoja, trükikunstnik

τυπογράφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
printer, štampač, tisak, pisač, štampar, tipograf, tipografe, slagar, slovoslagač

τυπογράφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prentari, typographer

τυπογράφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spausdintuvas, spaustuvininkas, Typograf, Poligraf, tipografas

τυπογράφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
printeris, Tipogrāfs

τυπογράφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
typographer

τυπογράφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tipograf, tipograful, de tipograf, mașină de cules

τυπογράφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tiskar, tiskalnik, tiskárna, tipograf, tipografa

τυπογράφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
typograf
Τυχαίες λέξεις