Abastecer στα ελληνικά
Μετάφραση: abastecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθιστώ, παροχή, προμήθεια, προσφέρω, προμηθεύω, κάνω, προνοώ, επιπλώνω, παρέχω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abarbatar στα ελληνικά - καλάμι
- abarrotar στα ελληνικά - περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω, χορταίνω, υπερχορταίνω, παραγεμίζω, τη GLUT, ...
- abastecimento στα ελληνικά - παροχή, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, ...
- abater στα ελληνικά - κοπάζω, μειώνω, σφαγή, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
Τυχαίες λέξεις
Abastecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθιστώ, παροχή, προμήθεια, προσφέρω, προμηθεύω, κάνω, προνοώ, επιπλώνω, παρέχω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις: καθιστώ, παροχή, προμήθεια, προσφέρω, προμηθεύω, κάνω, προνοώ, επιπλώνω, παρέχω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας