Λέξη: άδεια

Σχετικές λέξεις: άδεια

άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια εγκυμοσύνης, άδεια εκλογών, άδεια εργασίας, άδεια λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, άδεια γάμου, αδεια, άδεια λειτουργίας, άδεια ανατροφής, άδεια ανατροφής τέκνου, άδεια παραμονής, αναρρωτική άδεια, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, άδεια διδασκαλίας

Συνώνυμα: άδεια

έγγραφος άδεια, υπερβολική ελευθερία, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερεία, επίδομα, χορήγηση, παραδοχή, συγκατάβαση, παραχώρηση

Μεταφράσεις: άδεια

άδεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
permission, furlough, permit, license, leave, authorization

άδεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
permiso, permitir, licencia, aprobación, autorización, licencia de, de licencia, la licencia, License

άδεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestatten, erlaubnisschein, erlaubnis, beurlauben, genehmigung, lizenz, erlauben, gewähren, lassen, ermöglichen, zulassen, Lizenz, Genehmigung

άδεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
congé, acquiescement, permission, permets, permettre, agrément, permettez, consentement, concession, assentiment, approbation, visa, consentir, licence, accord, condescendre, permis, License, licences, la licence

άδεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autorizzazione, nullaosta, accordo, concedere, consentire, licenza, permesso, patente, permettere, di licenza, licenza di, la licenza

άδεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
permanente, licença, aquiescer, licenciar, consentir, consentimento, permitir, permissão, de licença, licença de, certificado de, de Licença de

άδεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedvinden, gedogen, vergunning, veroorloven, toestemming, fiat, permissie, licentie, vergunnen, toelaten, vrijaf, toestaan, verlof, rijbewijs, certificaat

άδεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
путевка, попустительствовать, дозволять, отпуск, пропуск, дозволение, лицензия, разрешить, позволить, разрешать, позволение, допуск, дозволить, позволять, разрешение, лицензии, лицензию, лицензий, лицензионный

άδεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godkjenne, tillatelse, tillate, lisens, lisensen

άδεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lov, tillstånd, tillåta, låta, tillåtelse, licens, licensen

άδεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siunaus, suoda, sallia, lupa, lisenssi, lisenssin, luvan, todistuksen

άδεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillade, tilladelse, licens, enighed, licensen, Licenstype

άδεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dopustit, oprávnění, povolit, trpět, dovolovat, připustit, souhlas, povolenka, dovolit, připouštět, dovolená, dopouštět, vízum, dovolení, povolení, dovolenka, licence, licenci, licenční, průkaz

άδεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
postanawiać, urlop, zezwalać, wakacje, ferie, pozwalać, przepustka, pozwolenie, dozwolić, zgoda, przyzwolenie, zezwolenie, licencja, licencji, licencyjny, licencję

άδεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
engedély, licenciáját, licencet, engedélyt, Licenc

άδεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izin, lisans, lisansı, ruhsat, License, bir lisans

άδεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перепустка, дозволяти, відпустка, дозволити, дозвіл, ліцензія, ліцензію, ліцензії

άδεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lejoj, leje, lejim, lë, liçensë, patentë, licencë, licenca

άδεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрешение, отпуск, лиценз, разрешително, лицензия, свидетелство, лиценза

άδεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліцэнзія

άδεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhkus, võimaldama, lubama, litsents, litsentsi, loa, juhiloa, luba

άδεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propusnica, dopuštenje, propust, omogućivati, odobrenje, licenca, dozvola, licencu, licenca za, licencijom

άδεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimild, leyfi, leyfið, leyfisveitandi, skírteini, leyfi til

άδεια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patior, sino

άδεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
leidimas, licencija, licencijos, pažymėjimas, licencijoje

άδεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atļauja, patents, licence, licences, apliecība

άδεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лиценца, дозвола, лиценцата, дозволата, дозвола за

άδεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
permis, permisiune, licență, licență de bază, Licență pe, licență de, de licență

άδεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovoljenje, dovoliti, licenca, licence, licenco, dovoljenja

άδεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povolení, dovolení, dovoliť, licencie, licencia, povolenia

Στατιστικά δημοτικότητας: άδεια

Τυχαίες λέξεις