Λέξη: άδειος
Σχετικές λέξεις: άδειος
άδειος σάκος, άδειος 5ος οίκος, άδειος συλλαβισμός, άδειος συνώνυμα, άδειος σάκος κύησης, άδειος σάκος εγκυμοσύνης
Μεταφράσεις: άδειος
άδειος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vacant, empty
άδειος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vacuo, vacante, desalquilado, verter, desocupado, vaciar, libre, vacío, vacía, vacíos, vacías
άδειος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ledig, leer, unbesetzt, leeren, ausleeren, frei, leere, empty
άδειος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vide, enlever, vacant, vident, franc, frivole, vidons, videz, libre, dégarnir, stérile, vider, vain, décharger, désert, dépeupler, vides
άδειος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vuotaggine, evacuare, svuotare, vano, libero, vacante, vacuo, vuoto, vuota, vuoti, empty, vuote
άδειος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lugar, esvaziar, vão, total, vago, vazio, emprego, esgotar, vácuo, vazia, vazios, vazias, branco
άδειος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uithalen, open, ledig, legen, onbezet, vacant, opengevallen, lenzen, loos, ruimen, lichten, vrij, ledigen, leeg, lege, leeg is
άδειος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бессмысленный, вакантный, выливать, малосодержательный, опорожнять, бездеятельный, опорожняться, бессодержательный, пустопорожний, вольный, безучастный, суетный, голословный, полый, незанятый, порожний, пустой, пуст, пуста, пусто, пустым
άδειος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tømme, ledig, tom, tomt, tomme, åpne, er tom
άδειος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ledig, tömma, tom, tomma, tomt, är tom
άδειος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimeton, tuottamaton, asumaton, avoin, tyhjä, vapaa, asuttamaton, vielä tyhjä, tyhjät, tyhjiä, tyhjän
άδειος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tømme, tom, øde, tomme, tomt
άδειος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opuštěný, planý, liduprázdný, vybírat, prázdný, pustý, vypouštět, vysypat, vypít, nicotný, jalový, vlévat, nečinný, prázdná, prázdné, vyprázdněte, prázdnou
άδειος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opróżniać, opustoszeć, wakujący, nieobecny, tępy, gołosłowny, wylewać, czczy, wolny, pusty, opróżnić, próżny, beztreściowy, usuwać, wyczyścić, nieprzytomny, Empty, puste, pusta
άδειος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üres, üresen, az üres
άδειος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boşaltmak, boş, boş bir, boþ
άδειος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порожня, пустої, пустий, безтямний, спорожняти, спорожнити, бездіяльний, порожній, пустій, порожньою, порожньої, марною
άδειος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çmbush, bosh, zbrazët, e zbrazët, i zbrazët, boshe
άδειος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
празен, празна, празно, празни, празната
άδειος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пусты, пустой, пустым, пустая, пустую
άδειος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taara, vaba, tühjenema, vakantne, tühi, tühjad, tühja, tühjade, tühjaks
άδειος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prazan, prazniti, slobodno, isprazniti, prazna, prazno, prazni, prazne
άδειος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auður, tómur, tóm, tómt, autt, tæma
άδειος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inanis, evacuo, cassus, vacuus
άδειος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią
άδειος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tukšs, tukša, tukšas, tukšu, tukši
άδειος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
празни, празна, празен, празната, празните
άδειος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liber, goli, gol, goală, goale, goala
άδειος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prazen, prosto, prazna, prazno, prazne, prazni
άδειος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hladný, prázdny, radca, prázdne, Blank