Aclimate στα ελληνικά
Μετάφραση: aclimate, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκλιματίζομαι, εκλιματίζω, acclimate, εγκλιματιστούν, εγκλιματιστεί, εγκλιματισθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aclarar στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, ελευθερώνω, διαφεύγω, εξήγηση, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαυγής, ...
- aclimatar στα ελληνικά - εγκλιματίζομαι, εγκλιματίζω, εγκλιματιστείτε, acclimatize, εγκλιματιστούν, εγκλιματιστεί
- aclimatizar στα ελληνικά - εγκλιματίζομαι, εγκλιματίζω, εγκλιματιστείτε, acclimatize, εγκλιματιστούν, εγκλιματιστεί
- acobertar στα ελληνικά - καλύπτω, κρύβω, κρύβομαι, συγκάλυψη, καλύψει έως, καλύψει έως και, καλύπτει έως, ...
Τυχαίες λέξεις
Aclimate στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκλιματίζομαι, εκλιματίζω, acclimate, εγκλιματιστούν, εγκλιματιστεί, εγκλιματισθούν
Μεταφράσεις: εγκλιματίζομαι, εκλιματίζω, acclimate, εγκλιματιστούν, εγκλιματιστεί, εγκλιματισθούν