Ajudante στα ελληνικά
Μετάφραση: ajudante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
![Ajudante στα ελληνικά Ajudante στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-384.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ajoelhar στα ελληνικά - γονατίζω, γονατίσει, γονατίζουν, γονατίσουν, γονατίσω
- ajuda στα ελληνικά - βοηθός, βοηθώ, επικουρία, βοήθημα, αρωγή, βοήθεια, βοηθήσει, ...
- ajudar στα ελληνικά - αρωγή, υπηρετώ, υποβοηθώ, βοηθώ, βοηθός, βοήθεια, επικουρία, ...
- ajuizado στα ελληνικά - φασκομηλιά, σοφός, φασκόμηλο, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Ajudante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού