Λέξη: αδειάζω

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια

Συνώνυμα: αδειάζω

εκκενώ, ακυρώ, αναχωρώ, εκκενώνω, ελαφρύνω, εξαντλώ, μειώνω

Μεταφράσεις: αδειάζω

αδειάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vacate, unload, empty, evacuate, clear out, deplete

αδειάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desocupar, desembarcar, descargar, vacío, vacía, vacíos, vacías, vaciar

αδειάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zurücktreten, resignieren, leer, leeren, leere, empty

αδειάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
évacuer, ôter, vider, débarder, supprimer, décharger, ralentir, laisser, lâcher, renoncer, déserter, déverser, libérer, débarquer, quitter, annuler, vide, vides

αδειάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaricare, vuoto, vuota, vuoti, empty, vuote

αδειάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, branco

αδειάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afladen, uitladen, lossen, leeg, ledig, lege, leeg is

αδειάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгружаться, выгрузить, аннулировать, сгрузить, выгружать, разряжать, освобождать, упразднять, разгружать, выгрузиться, отделываться, покидать, оставлять, избавляться, облегчать, сгружать, пустой, пуст, пуста, пусто, пустым

αδειάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
losse, tom, tomt, tomme, åpne, er tom

αδειάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lossa, avlasta, tom, tomma, tomt, är tom

αδειάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jättää, poistaa, peruuttaa, kumota, tyhjentää, keventää, tyhjä, vielä tyhjä, tyhjät, tyhjiä, tyhjän

αδειάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tom, tomme, tomt

αδειάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvolnit, vyložit, zrušit, vybít, rezignovat, vyklidit, vyklopit, vylodit, vyprázdnit, opustit, vykládat, odstoupit, zbavit, prázdný, prázdná, prázdné, vyprázdněte, prázdnou

αδειάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwolnić, odciążyć, porzucić, rozładowywać, anulować, wyprowadzać, zwalniać, wyładowywać, usuwać, porzucać, opróżnić, opróżniać, wyładować, opuszczać, rozładować, pusty, Empty, puste, pusta

αδειάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üres, üresen, az üres

αδειάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, boş bir, boþ, boşaltmak

αδειάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анулювати, визволяти, позбуватися, вивантажувати, полегшувати, скасовувати, покидати, порожній, пустий, порожньою, порожньої, марною

αδειάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bosh, zbrazët, e zbrazët, i zbrazët, boshe

αδειάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
празен, празна, празно, празни, празната

αδειάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пусты, пустой, пустым, пустая, пустую

αδειάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabastama, tühi, tühjad, tühja, tühjade, tühjaks

αδειάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istovariti, napustite, napustiti, isprazniti, anulirati, iskrcati, prazan, prazna, prazno, prazni, prazne

αδειάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afferma, landa, tóm, tómur, tómt, autt, tæma

αδειάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią

αδειάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tukšs, tukša, tukšas, tukšu, tukši

αδειάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
празни, празна, празен, празната, празните

αδειάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gol, goală, goale, goala, liber

αδειάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opustit, prazna, prazno, prazen, prazne, prazni

αδειάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prázdny, radca, prázdne, Blank
Τυχαίες λέξεις