Amolar στα ελληνικά

Μετάφραση: amolar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είτε, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Amolar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amiúde στα ελληνικά - συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
  • amo στα ελληνικά - αφέντης, ηγετικός, μετρ, αφεντικό, χαλάκι, δεξιοτέχνης, κύριος, ...
  • amontoamento στα ελληνικά - σύναξη, συσσώρευση, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, ...
  • amontoar στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος
Τυχαίες λέξεις
Amolar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είτε, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν