Aparelho στα ελληνικά

Μετάφραση: aparelho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, τέχνασμα, συσκευή, μηχάνημα, διάβολος, τοποθετώ, συσκευής, συσκευές, συσκευών, διάταξη
Aparelho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aparelhador στα ελληνικά - καταβρέχω, εξαρτύων, rigger, μονταριστής αεροπλάνων
  • aparelhar στα ελληνικά - εξοπλισμός, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
  • aparente στα ελληνικά - φαινομενικός, εμφανής, προφανής, έκδηλος, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, ...
  • aparentemente στα ελληνικά - φαινομενικά, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι
Τυχαίες λέξεις
Aparelho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, τέχνασμα, συσκευή, μηχάνημα, διάβολος, τοποθετώ, συσκευής, συσκευές, συσκευών, διάταξη