Λέξη: αμερόληπτος
Σχετικές λέξεις: αμερόληπτος
αμερόληπτος σημαίνει, αμερόληπτος αντώνυμα, αμερόληπτος βικιλεξικο, αμερόληπτος λεξικο, αμερόληπτος σημασια, αμερόληπτος εκτιμητης, αμερόληπτοσ τι σημαινει, αμερόληπτος ορισμος, αμερόληπτος συνωνυμο, αμερόληπτος αντιθετο
Συνώνυμα: αμερόληπτος
ειλικρινής, άδολος, ευθύς, απομονωμένος, ξεκομμένος, απροκατάληπτος, δικαστικός, δίκαιος, κριτικός, αφατρίαστος, αντικειμενικός, αφιλοκερδής
Μεταφράσεις: αμερόληπτος
αμερόληπτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fair-minded, unbiased, impartial, detached, an impartial, impartiality
αμερόληπτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desinteresado, imparcial, imparciales, imparcialidad, imparcial sobre
αμερόληπτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbefangen, eindeutig, vorurteilslos, unparteiisch, unvoreingenommen, unvoreingenommene, unparteiische, unparteiischen
αμερόληπτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
équitable, neutre, impartial, juste, impartiale, impartialité, impartiaux, impartiales
αμερόληπτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imparziale, imparziali, imparzialità
αμερόληπτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imparcial, imparciais, imparcialidade, neutro
αμερόληπτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onpartijdig, onpartijdige
αμερόληπτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспристрастный, непредвзятый, непредубежденный, нелицеприятный, несмещенный, беспристрастным, беспристрастными, беспристрастное, беспристрастного
αμερόληπτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
upartisk, upartiske, uhildet, nøytral, saklig
αμερόληπτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opartisk, opartiska, opartiskt, objektiv, neutral
αμερόληπτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeamielinen, puolueeton, puolueettoman, puolueettomasti, puolueetonta, puolueettomia
αμερόληπτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
upartisk, uvildig, upartiske, uvildigt, uvildige
αμερόληπτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nestranný, spravedlivý, nestranné, nestranná, nestranně, nestranným
αμερόληπτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezinteresowny, nieobciążony, bezstronny, sprawiedliwy, bezstronnego, bezstronna, bezstronnym, bezstronną
αμερόληπτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pártatlan, elfogulatlan, pártatlanul, pártatlannak
αμερόληπτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarafsız, hakkındaki tarafsız
αμερόληπτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безсторонній, неупереджений, об'єктивний, безпристрасний, неупереджена
αμερόληπτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paanshëm, paanshëm, paanshme, të paanshëm, të paanshme
αμερόληπτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безпристрастен, безпристрастно, безпристрастна, безпристрастни, безпристрастното
αμερόληπτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бесстаронні, непрадузяты, аб'ектыўны, бесстаронны
αμερόληπτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õiglane, erapooletu, erapooletult, erapooletut, erapooletud, erapooletus
αμερόληπτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neopterećen, neopredijeljen, nepristran, nepristrani, nepristrano, nepristrana, nepristrane
αμερόληπτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutlaus, óhlutdrægur, hlutlausa, óhlutdræg, óhlutdræga
αμερόληπτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nešališkas, nešališka, nešališki, nešališką, nešališko
αμερόληπτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
objektīvs, objektīva, objektīvi, objektīvu, objektīvas
αμερόληπτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непристрасен, непристрасни, непристрасно, непристрасна, непристрастен
αμερόληπτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imparțial, imparțială, imparțiale, impartial, imparțiali
αμερόληπτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
objektivní, nepristransko, nepristranski, nepristranskim, nepristranskega, nepristranska
αμερόληπτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čestný, nestranný, nezaujatý, nestranné, neutrálny, nestranného, nestrannosť
Τυχαίες λέξεις