Τέχνασμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τέχνασμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desviar, aparelho, dispositivo, afastar, máquina, truque, doçura, truque de, enganar, artifício
Τέχνασμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τέχνασμα

τέχνασμα συνωνυμο, τέχνασμα συνώνυμο, τέχνασμα fourier, τέχνασμα του θεμιστοκλή, τέχνασμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τέχνασμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τέταρτο στα πορτογαλικά - quarto, discussão, bairro, trimestre, trimestre de, quartos
  • τέτοιος στα πορτογαλικά - tal, tão, sucessor, tais, assim, como, essa
  • τέχνη στα πορτογαλικά - arte, aquisição, Art, de arte, da arte, técnica
  • τήβεννος στα πορτογαλικά - vestido, beca, veste, salteador, toga, do Toga, de toga, ...
Τυχαίες λέξεις
Τέχνασμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desviar, aparelho, dispositivo, afastar, máquina, truque, doçura, truque de, enganar, artifício