Automóvel στα ελληνικά
Μετάφραση: automóvel, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Μεταφράσεις
- automático στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- automóveis στα ελληνικά - κούρσα, αυτοκίνητο, μηχάνημα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
- autonomia στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- autor στα ελληνικά - συγγραφέας, πηγή, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
Τυχαίες λέξεις
Automóvel στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Μεταφράσεις: αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό