Autoridade στα ελληνικά

Μετάφραση: autoridade, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Autoridade στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autonomia στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
  • autor στα ελληνικά - συγγραφέας, πηγή, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
  • autorizado στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • autorizar στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Τυχαίες λέξεις
Autoridade στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που