Εξουσία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repartição, autoridade, competência, autorizações, escritório, poder, potência, pó, energia, de energia, de alimentação
Εξουσία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσία

εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξουσία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξοργισμένος στα πορτογαλικά - furioso, furiosa, furiosos, furious, furiosas
  • εξορκίζω στα πορτογαλικά - escamotear, exorcizar, exorcizá, exorcize, exorciza, exorcizar a
  • εξουσιάζω στα πορτογαλικά - inspeccionar, fiscalizar, reger, dominar, controlar, controle, governar, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα πορτογαλικά - ungir, inverter, investir, estou, sou, am, tenho, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: repartição, autoridade, competência, autorizações, escritório, poder, potência, pó, energia, de energia, de alimentação