Capital στα ελληνικά
Μετάφραση: capital, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, σημαντικός, κυριότερος, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- capaz στα ελληνικά - ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
- capelão στα ελληνικά - εφημέριος, ιερέας, ιερέα, εφημέριο, chaplain
- capitalismo στα ελληνικά - καπιταλισμός, καπιταλισμού, καπιταλισμό, τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός
- capitalista στα ελληνικά - καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
Τυχαίες λέξεις
Capital στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, σημαντικός, κυριότερος, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, σημαντικός, κυριότερος, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια