Capricho στα ελληνικά
Μετάφραση: capricho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμή, καπρίτσιο, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- capitanear στα ελληνικά - προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, ...
- capitão στα ελληνικά - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
- caprichoso στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη
- caprino στα ελληνικά - γίδα, κατσίκα, αιγοπροβάτων, αιγοπρόβατα, αιγείου, αιγοειδών, των αιγοπροβάτων
Τυχαίες λέξεις
Capricho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμή, καπρίτσιο, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice
Μεταφράσεις: ορμή, καπρίτσιο, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice