Λέξη: αστυνομία

Σχετικές λέξεις: αστυνομία

αστυνομία ξάνθης, αστυνομία κρίσεις, αστυνομία βαθμοί, αστυνομία ενόπλων δυνάμεων, αστυνομία κύπρου, αστυνομία αλεξανδρούπολης, αστυνομία λάρισας, αστυνομία πόλεων, αστυνομία χαλκίδας, αστυνομία θεσσαλονίκης, ελληνική αστυνομία, δημοτική αστυνομία

Συνώνυμα: αστυνομία

χωροφυλακή

Μεταφράσεις: αστυνομία

αστυνομία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
police, the police

αστυνομία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
policía, guardia, la policía, policial, de policía, policías

αστυνομία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überwachen, polizei, polizist, Polizei, Polizisten, der Polizei

αστυνομία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
police, la police, policiers, policière, police a

αστυνομία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polizia, di polizia, della polizia, la polizia, polizia di

αστυνομία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
polícia, pólo, polícias, policial, da polícia, policiais, a polícia

αστυνομία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
politie, de politie, politiële, politiediensten

αστυνομία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
констебль, полиция, полиции, полицейские, милиция, милиции

αστυνομία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
politi, politiet, politiets, politistasjon

αστυνομία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
polis, polisen, polisens, poliser

αστυνομία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poliisi, partioida, skoude, poliisin, poliisi-, poliisille, poliisiyhteistyön

αστυνομία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
politi, politiet, politisamarbejde, politiets, politi-

αστυνομία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
policie, policejní, policii, policisté, policií

αστυνομία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
policja, policjant, patrolować, milicja, policyjny, policji, policję, policyjna

αστυνομία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körletrend, táborrend, laktanyarend, szobarend, rendőrség, rendőrségi, rendőri, a rendőrség, rendőrök

αστυνομία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zabıta, polis, polisi, polisin, emniyet

αστυνομία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полюси, незначний, дрібний, поліція

αστυνομία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
policia, polici, policisë, i policisë, policor

αστυνομία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полиция, полицейски, полицията, полицейското, полицейско

αστυνομία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паліцыя

αστυνομία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
politsei, politsei-, politseikoostöö, politseile, politseid

αστυνομία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuvati, upravljati, održavati, policije, vladati, policija, policija je, policijski, je policija

αστυνομία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögregla, lögreglu, lögreglan, lögreglunnar, lögreglunni

αστυνομία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
policija, policijos, policijai, policiją

αστυνομία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
policija, policijas, policijai, policiju, policijā

αστυνομία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полицијата, полиција, полициски, полициските, полициска

αστυνομία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poliţie, poliție, de poliție, poliției, poliția, politie

αστυνομία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
policija, policije, policija je, policijsko, policijo

αστυνομία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polícia, polície

Στατιστικά δημοτικότητας: αστυνομία

Τυχαίες λέξεις