Caroço στα ελληνικά

Μετάφραση: caroço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσία, καρδιά, μυελός, σάρκα, σύνολο, πράξη, πυρήνας, κρέας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
Caroço στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carniceiro στα ελληνικά - χασάπης, κρεοπώλης, σφάζω, κρεοπωλείο, χασάπη, κρεοπωλεία
  • caro στα ελληνικά - δαπανηρός, τιμαλφής, αγαπημένος, αγαπητός, τιμή, εκτιμώ, εμπειρία, ...
  • carpa στα ελληνικά - κυπρίνος, κυπρίνου, κυπρίνους, κυπρίνων, κυπρίνο
  • carpinteiro στα ελληνικά - μαραγκός, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
Τυχαίες λέξεις
Caroço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσία, καρδιά, μυελός, σάρκα, σύνολο, πράξη, πυρήνας, κρέας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος