Λέξη: κουράζω

Σχετικές λέξεις: κουράζω

κουράζω παρατατικος, κουράζω συνώνυμα, κουράζω αγγλικα

Συνώνυμα: κουράζω

κουράζομαι, ξεθυμαίνω, σαβανώνω, ανοσταίνω, στενοχωρώ, βαρύνομαι, ανιώ, τρίβω, ξεφτώ

Μεταφράσεις: κουράζω

κουράζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tire, tucker, frazzle, weary, pall

κουράζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cansar, llanta, tucker, del tucker, de Tucker, el tucker

κουράζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reifen, pneu, tucker, Einstecker, Faltenleger

κουράζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éreinter, jante, cerceau, cercle, briser, pneumatique, vanner, bandage, échiner, fatiguer, lasser, esquinter, las, épuiser, harasser, pneu, fichu, Tucker, plieuse, de Tucker

κουράζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affaticare, stancare, scialetto, Tucker, di Tucker, a Tucker

κουράζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pneu, ladear, cansar, aro, gorjeta, pneumático, virola, fatigar, ponta, tucker, de Tucker, tucker do, o tucker, tucker de

κουράζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoeien, Tucker, tucker de, van Tucker

κουράζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утомлять, шина, одежда, муляж, прискучить, истомить, надоедать, томить, уставать, утомить, Такер, Tucker, сгибатель, прессующий, Таккер

κουράζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekk, tucker, av Tucker, i Tucker

κουράζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trötta, tröttna, tucker, veck, veckaren

κουράζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päällyskumi, rengas, uuvuttaa, väsyä, väsyttää, tucker, parfyymit, ja parfyymit, Tuckerin

κουράζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tucker, maler, i Tucker, af Tucker

κουράζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utahat, vyčerpat, pneumatika, obruč, unavit, unavovat, tucker, řasení, Tuckere, Sebeobrana, Tuckera

κουράζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
męczyć, nużyca, zmordować, obręcz, zmitrężyć, zmęczony, nużyć, opona, wyczerpać, zmęczyć, zagnać, wielkie żarcie, Tucker, alternatywna, Tuckera

κουράζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerékpárgumi, autógumi, kimerít, pliszírozó, tucker, kaja

κουράζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yormak, tucker, kıvırma, ve manikür, Pedikür ve manikür

κουράζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шина, втомити, утомлювати, стомити, стомлювати, Такер, Такера, Такер повинен

κουράζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lodh, rraskapit, këpus, shami koke, lodhje

κουράζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шина, изтощавам, изморявам, нагръдник, Тъкър, Tucker

κουράζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Такер, пакуты Такер

κουράζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rehv, tucker, Tuckeri, Tuckeriga

κουράζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosađivati, iscrpljivati, Tucker, mjesta stručnih, Tucker je, je Tucker

κουράζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tucker

κουράζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maistas, kykas, tucker, Našķis, liemenėlės nėrinių įsiuvas

κουράζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
našķis, Tucker, gardums, Takera, Takers

κουράζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Такер, Tucker, на Такер, Такер и, домородечки оброци

κουράζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obosi, Tucker, Slăbire, Yoga, Tucker a

κουράζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Tucker, vložki strokovnjakov, mesto zahteva Druge, Tucker je

κουράζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pneumatika, tucker
Τυχαίες λέξεις