Combustível στα ελληνικά

Μετάφραση: combustível, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Combustível στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • combustão στα ελληνικά - ανάφλεξη, καύση, καύσης, καύσεως, την καύση, της καύσης
  • combustíveis στα ελληνικά - καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμων, τα καύσιμα, καύσιμα που, των καυσίμων
  • comece στα ελληνικά - αρχίζω, παίρνω, αποκτώ, εκκίνηση, ξεκινήσει, εκκίνησης, την εκκίνηση, ...
  • comediante στα ελληνικά - παίκτης, κωμικός, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
Τυχαίες λέξεις
Combustível στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων