Τροφοδοτώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fevereiro, combustível, apascentar, alimentação, comer, combustíveis, alimentar, Stoke, stoke o, o Stoke, de Stoke, em Stoke
Τροφοδοτώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τροφοδοτώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα πορτογαλικά - nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional
  • τροφοδοσία στα πορτογαλικά - restauração, férias, de catering, atendimento, suficientes
  • τροφοδότης στα πορτογαλικά - fornecedor, caterer, catering, buffet, o fornecedor
  • τροχαλία στα πορτογαλικά - arrancar, polia, roldana, tambor, da polia, polia de
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fevereiro, combustível, apascentar, alimentação, comer, combustíveis, alimentar, Stoke, stoke o, o Stoke, de Stoke, em Stoke