Λέξη: κιμωλία

Σχετικές λέξεις: κιμωλία

κιμωλία γη, κιμωλία ευοσμος, κιμωλία μαλλιών, κιμωλία σύνταγμα, κιμωλία λάρισα, κιμωλία κρυσταλλία, κιμωλία εκάλη, κιμωλία δροσιά, κιμωλία art cafe, κιμωλία μεζεδοπωλείο δροσιά

Μεταφράσεις: κιμωλία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chalk, chalk on
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
creta, tiza, la tiza, de tiza, chalk
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kreide, kalk, Kreide, chalk, Kalk
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
craie, crétacé, la craie, de craie, craies, de la craie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gesso, di gesso, chalk, il gesso, gessetto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
greda, gris, giz, chalk, de giz, do giz, o giz
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krijt, kalk, chalk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мелок, долг, счет, намелить, кредит, мелить, мел, мела, мелом, мелка
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kritt, krittreservoar, kalk, kritte
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krita, notera, kalk, Kritat, chalk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liitu, chalk, liidun, liidulla, liituuntumiseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kridt, kalk, kridte, chalk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křída, křídou, křídy, křídování, chalk
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chałka, kredka, kreda, kredy, chalk, kredą, kredę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kréta, krétát, krétával, mészkő, a kréta
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tebeşir, tebeşirleşen, chalk, tebeşirle yazmak, kireç taşı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рахівниці, мів, лік, крейда, рахунок, рахування, крейду, мел
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkumës, shkruaj, të shkruaj, shënoj, borxh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
варовик, креда, мел, тебешир, с тебешир
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мел, крэйда, крэйду, мёў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriit, kriidi, kriidist, Visandada
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kreda, krede, kredu, vapnena
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krít, Kalksteinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
creta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreida, kreidos, Kreślić, kalkinti, kreditas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krīts, krīta, krītu, krīta ieguve, kaļķot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
креда, чакали, чакалести, чакал
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cretă, calcar, răboj, amenda, desena cu cretă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kreda, krede, kredo, chalk, kredni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krieda, kriedou

Στατιστικά δημοτικότητας: κιμωλία

Τυχαίες λέξεις