Λέξη: ηλικιωμένος

Σχετικές λέξεις: ηλικιωμένος

ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος «ξάπλωσε» δημοσιογράφο με μια μπουνιά, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος βρέθηκε πνιγμένος στη λίμνη καστοριάς, ηλικιωμένος έπεσε στις γραμμές του ησαπ, ηλικιωμένος παρασύρθηκε από συρμό του μετρό, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε στην πλατεία συντάγματος, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε στο σύνταγμα

Συνώνυμα: ηλικιωμένος

παλιός, γέρικος, γεροντικός, χρόνιος, παλαιός

Μεταφράσεις: ηλικιωμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aged, elderly, old, Elder, older
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
añoso, anciano, mayor, ancianos, personas mayores, edad avanzada
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bejahrt, gealtert, ältlich, ältere, älter, Alten, älteren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieilles, ancien, vieillîmes, vieille, vieux, vieilli, vieillirent, âgé, personne âgée, personnes âgées, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annoso, anziano, anziani, anziana, persone anziane, di anziani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idoso, idosos, idosa, pessoas idosas, de idosos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oud, ouderen, bejaarden, bejaarde, oudere, ouderenzorg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
состарившийся, престарелый, пожилой, пожилых, пожилых людей, престарелых, пожилая
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eldre, rullestol
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ålderstigen, äldre, gamla, äldre personer, äldres
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikääntynyt, vanhempi, vanha, ikäinen, vanhahko, vanhukset, vanhuksille, vanhusten, ikääntyneiden, iäkkäillä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ældre, ældres, ældre mennesker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, starší, seniory, starších osob, starší osoby, starších pacientů
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiekowy, stary, sędziwy, starsi, starszych, osób starszych, podeszłym wieku, osoby starsze
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idős, idősek, időskorúak, az idős, időskorú
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşlı, yaşlılar, yaşlılarda, yaşlıların, yaşlı bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
древній, старики, літній, літня, літньої, похилий, немолодий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moshuar, moshuarit, të moshuarit, moshuarve, të moshuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възрастен, възрастни хора, за възрастни хора, напреднала възраст, възрастна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пажылы, пажылой, сталы, стары
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanurid, eakas, eakate, eakatel, eakad, eakatele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zreli, sazrio, odležan, zreo, postariji, starije osobe, starijih osoba, starije, starijih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öldruðum, aldraða, aldraðra, aldraðir, hjá öldruðum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senas, pagyvenęs, senyvi žmonės, pagyvenusio amžiaus, senyvas, pagyvenusių žmonių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gados vecākiem cilvēkiem, veciem cilvēkiem, vecākiem cilvēkiem, vecāka gadagājuma, vecu cilvēku
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стари лица, постари, постарите, стари, старите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vârstnic, vârstă, în vârstă, vârstnici, in varsta
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
starejše, starejših, ostarele, starejšim, starostniki
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
starý, staršie, starší, skoršej, staršia, skoršia
Τυχαίες λέξεις