Comerciante στα ελληνικά
Μετάφραση: comerciante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμπορας, υδράργυρος, έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- comer στα ελληνικά - ταΐζω, τροφοδοτώ, έχω, τρώω, έχε, σιτίζω, φάω, ...
- comercializar στα ελληνικά - εμπορευματοποιούν, εμπορευματοποιήσει, εμπορευματοποίηση, εμπορεύονται, εμπορευματοποιήσουν
- comerciar στα ελληνικά - πουλώ, εκποιώ, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
- cometo στα ελληνικά - αρχή, έναρξη, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Τυχαίες λέξεις
Comerciante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμπορας, υδράργυρος, έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό
Μεταφράσεις: έμπορας, υδράργυρος, έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό