Corromper στα ελληνικά

Μετάφραση: corromper, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουφές, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Corromper στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • corroborar στα ελληνικά - επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσουν, ενισχύουν, επιβεβαιωθεί
  • corroer στα ελληνικά - διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
  • corrosão στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
  • corrupção στα ελληνικά - ξεμαύλισμα, εκμαυλισμός, μαύλισμα, διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, ...
Τυχαίες λέξεις
Corromper στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουφές, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα