Λουφές στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λουφές, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subornar, corromper, Loafing, vadia, vadiante, vadiagem, ócio
Λουφές στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λουφές

λουφές λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λουφές στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λουτρό στα πορτογαλικά - banho, banheiro, traje, vestimenta, banheira, banho de, de banho
  • λουφάζω στα πορτογαλικά - aquecer, bask, relaxar, aproveitar, gozar
  • λοφίο στα πορτογαλικά - pena, pluma, crista, Crista da, Crest, o Crista da, da crista
  • λοφίσκος στα πορτογαλικά - outeiro, montículo, hillock, colina, morro
Τυχαίες λέξεις
Λουφές στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: subornar, corromper, Loafing, vadia, vadiante, vadiagem, ócio