Διαφθείρω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corromper, depravar, depravam, deprave, depravam a, licenciosos depravam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφθείρω
διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαφθείρω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαφημίζω στα πορτογαλικά - anunciar, anuncie, propaganda, publicitar, anunciam
- διαφημιστικός στα πορτογαλικά - reclamo, publicidade, anúncio, propaganda, de publicidade, a publicidade
- διαφθορά στα πορτογαλικά - corrupção, a corrupção, à corrupção, de corrupção, corrupção de
- διαφορά στα πορτογαλικά - diferença, diferir, difira, disputa, diferença de, diferenças
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: corromper, depravar, depravam, deprave, depravam a, licenciosos depravam
Μεταφράσεις: corromper, depravar, depravam, deprave, depravam a, licenciosos depravam