Αλλοιώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλλοιώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulterar, corromper, alloiono
Αλλοιώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλλοιώνω

αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλλοιώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλλοίωση στα πορτογαλικά - ferimento, deterioração, degradação, a deterioração, agravamento, de deterioração
  • αλλοδαπός στα πορτογαλικά - estranho, estrangeiro, alienígena, estrangeira, estranha
  • αλλοπρόσαλλος στα πορτογαλικά - errático, irregular, errática, erráticos, erráticas
  • αλλοτριώνω στα πορτογαλικά - alienar, aliena, alheia
Τυχαίες λέξεις
Αλλοιώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adulterar, corromper, alloiono