Débil στα ελληνικά

Μετάφραση: débil, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίκαιος, φωτίζω, πανηγύρι, ανίσχυρος, ξανθός, αποδυναμώνομαι, ανάβω, ασθενικός, αποδυναμώνω, αμυδρός, λιποθυμώ, αδύναμος, φωτερός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Débil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • duzentos στα ελληνικά - δακτυλογραφώ, είδος, διακόσια, διακόσιες, διακοσίων, διακόσιοι, από διακόσια
  • dádiva στα ελληνικά - πεσκέσι, δωρεά, δώρο, παρουσιάζω, παρών, χάρισμα, δώρων, ...
  • débito στα ελληνικά - δεκαετία, χρέωση, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
  • década στα ελληνικά - δεκαετία, δεκαετίας
Τυχαίες λέξεις
Débil στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίκαιος, φωτίζω, πανηγύρι, ανίσχυρος, ξανθός, αποδυναμώνομαι, ανάβω, ασθενικός, αποδυναμώνω, αμυδρός, λιποθυμώ, αδύναμος, φωτερός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής