Αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποδυναμώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraco, enfraqueça-se, enfraquecer, débil, empobrecer, empobrece, empobrecê, empobrecer a, empobreceria
Αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδυναμώνομαι

αποδυναμώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποδοχές στα πορτογαλικά - salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ...
  • αποδοχή στα πορτογαλικά - aceitação, acolhida, acolhimento, admissão, na aceitação, a aceitação, de aceitação
  • αποδυναμώνω στα πορτογαλικά - fraco, enfraquecer, débil, enfraqueça-se, empobrecer, empobrece, empobrecê, ...
  • αποζημίωση στα πορτογαλικά - recompensa, compensação, indemnização, remuneração, de compensação, compensações
Τυχαίες λέξεις
Αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fraco, enfraqueça-se, enfraquecer, débil, empobrecer, empobrece, empobrecê, empobrecer a, empobreceria