Λιποθυμώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, swoon, desmaiado
Λιποθυμώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιποθυμώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα πορτογαλικά - paste, untar, graxa, gordura, banha, pastar, massa lubrificante, ...
  • λιπαρός στα πορτογαλικά - graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo
  • λιρέτα στα πορτογαλικά - lira, liras, liras da, de liras
  • λιτός στα πορτογαλικά - lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, swoon, desmaiado