Dependente στα ελληνικά
Μετάφραση: dependente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεικονίζω, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- departamento στα ελληνικά - αναχώρηση, απόκλιση, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- dependa στα ελληνικά - εξαρτώμαι, εξάρτηση, εξαρτάται, εξαρτάται από, εξαρτώνται, εξαρτάται σε, εξαρτώνται από
- depender στα ελληνικά - εξάρτηση, εξαρτώμαι, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
- dependurar στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Τυχαίες λέξεις
Dependente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεικονίζω, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Μεταφράσεις: απεικονίζω, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη