Desafiar στα ελληνικά

Μετάφραση: desafiar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αψηφώ, έκφυλος, αντιστέκομαι, εκφυλίζομαι, πρόκληση, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Desafiar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • desacreditar στα ελληνικά - διακριτικός, αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, ...
  • desadaptar στα ελληνικά - μετακομίζω
  • desafinar στα ελληνικά - προστριβή, τριβή, ταράσσομαι, μελαγχολώ, untune
  • desafio στα ελληνικά - τόλμημα, πρόκληση, τόλμη, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, ...
Τυχαίες λέξεις
Desafiar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αψηφώ, έκφυλος, αντιστέκομαι, εκφυλίζομαι, πρόκληση, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για