Αψηφώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descongelar, desafiar, arrebitado, afronta, desprezo, snub, esnobar
Αψηφώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αψηφώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αψίδωση στα πορτογαλικά - arcada, apsidosi
  • αψίκορος στα πορτογαλικά - apsikoros
  • αψιμαχία στα πορτογαλικά - escaramuça, skirmish, conflito, batalha, confronto
  • αϋπνία στα πορτογαλικά - vigília, insistir, insônia, insónia, a insônia, insomnia, a insónia
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descongelar, desafiar, arrebitado, afronta, desprezo, snub, esnobar