Αντιστέκομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντιστέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descongelar, desafiar, resistir, resistir a, resistem, resistir à, resiste
Αντιστέκομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι

αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο, αντιστέκομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντιστέκομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντιπροσωπεύω στα πορτογαλικά - represente, representar, descansar, representam, representa, constituem, representem
  • αντιπρόσωπος στα πορτογαλικά - exemplo, deputado, representante, representativo, representativa, representativos, representante de
  • αντισταθμίζω στα πορτογαλικά - compensar, compense, equilíbrio, aprumo, poise, porte, postura
  • αντιστοιχώ στα πορτογαλικά - corresponda, corresponder, correspondem, correspondência, de correspondência, corresponde
Τυχαίες λέξεις
Αντιστέκομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descongelar, desafiar, resistir, resistir a, resistem, resistir à, resiste