Desvairar στα ελληνικά
Μετάφραση: desvairar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, βασανίζω, βασανίσω, επιμένετε, κατακυριεύω, να βασανίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- destruir στα ελληνικά - καταστροφή, καταστρέφω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί
- destruição στα ελληνικά - καταστροφή, αποκολλώ, καταστροφής, την καταστροφή, η καταστροφή, καταστροφές
- desvanecer στα ελληνικά - διασκορπίζω, καταδαπανώ, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
- desvanecer-se στα ελληνικά - ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
Τυχαίες λέξεις
Desvairar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, βασανίζω, βασανίσω, επιμένετε, κατακυριεύω, να βασανίζω
Μεταφράσεις: σταματώ, βασανίζω, βασανίσω, επιμένετε, κατακυριεύω, να βασανίζω