Diminuto στα ελληνικά

Μετάφραση: diminuto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοσοδούλης, μικροσκοπικός, μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρά
Diminuto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diminuir στα ελληνικά - μειώνω, κομψός, ελαττώνω, κοπάζω, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ...
  • diminuição στα ελληνικά - μείωση, θεσπίζω, διάταγμα, θέσπισμα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, ...
  • dinamarca στα ελληνικά - Δανία, Δανίας, η Δανία, τη Δανία, της Δανίας
  • dinamarquês στα ελληνικά - κίνδυνος, Δανός, δανικός, δανική, της Δανίας, δανικής
Τυχαίες λέξεις
Diminuto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοσοδούλης, μικροσκοπικός, μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρά