Diversificar στα ελληνικά
Μετάφραση: diversificar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκτροπή, παρέκβαση, διαφοροποιήσουν, να διαφοροποιήσουν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση των, διαφοροποιήσουν τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ditadura στα ελληνικά - τυραννία, δικτατορία, δικτατορίας, δικτατορία του, τη δικτατορία, της δικτατορίας
- ditar στα ελληνικά - βία, εξαναγκάζω, δύναμη, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, ...
- diverso στα ελληνικά - πρόσθετος, διάφορος, επιπρόσθετος, άλλος, διάφορα, διαφορετικός, αλλιώς, ...
- diversos στα ελληνικά - δριμύς, σέρτικος, αυστηρός, σοβαρός, αρκετοί, αρκετές, διάφοροι, ...
Τυχαίες λέξεις
Diversificar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκτροπή, παρέκβαση, διαφοροποιήσουν, να διαφοροποιήσουν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση των, διαφοροποιήσουν τις
Μεταφράσεις: παρεκτροπή, παρέκβαση, διαφοροποιήσουν, να διαφοροποιήσουν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση των, διαφοροποιήσουν τις