Λέξη: ομοιογενής

Σχετικές λέξεις: ομοιογενής

ομοιογενής συνώνυμα, ομοιογενής κλιση

Συνώνυμα: ομοιογενής

ομογενής

Μεταφράσεις: ομοιογενής

ομοιογενής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
homogeneous, homogenous, uniform, a homogeneous, homogeneity

ομοιογενής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
homogéneo, homogénea, homogéneos, homogéneas, homogeneidad

ομοιογενής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einheitlich, gleichwertig, homogene, homogenen, homogen, homogenes, homogener

ομοιογενής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
homogène, homogènes, homogénéité

ομοιογενής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
omogeneo, omogenea, omogenei, omogenee, omogeneità

ομοιογενής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homogéneo, homogénea, homogênea, homogêneo, homogêneos

ομοιογενής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
homogeen, homogene, homogeen is, homogeen zijn, een homogene

ομοιογενής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
однородный, гомогенный, однородной, однородная, однородным, однородное

ομοιογενής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
homogen, homogene, homogent, ensartet

ομοιογενής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
homogen, homogena, homogent, enhetlig, enhetligt

ομοιογενής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
homogeeninen, homogeenisen, homogeenista, homogeenisia, homogeenisten

ομοιογενής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
homogen, homogene, homogent, ensartet, ensartede

ομοιογενής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
homogenní, stejnorodý, sourodý, homogenního, stejnorodé, homogenním

ομοιογενής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
homogeniczny, jednolity, jednorodny, jednorodne, jednorodna

ομοιογενής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homogén, egységes, homogének

ομοιογενής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
homojen, homojen bir, türdeş

ομοιογενής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
однорідний, однорідну

ομοιογενής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
homogjen, homogjene, i njëtrajtshëm, i njëjtë, i ngjashëm

ομοιογενής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еднородно, еднороден, хомогенен, хомогенна, хомогенно, хомогенни, еднородна

ομοιογενής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аднастайны, аднародны, аднародных

ομοιογενής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
homogeenne, ühtlane, homogeense, homogeensed, homogeenset

ομοιογενής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istovrstan, homogen, homogena, homogeni, homogene, homogeno

ομοιογενής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einsleit, einsleitt, einsleitur, einsleita, einsleitri

ομοιογενής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienarūšis, homogeninis, vienodas, vienalytė, vienalytis

ομοιογενής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viendabīgs, homogēns, viendabīga, viendabīgi, homogēna

ομοιογενής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хомогени, хомогена, хомоген, хомогено, хомогените

ομοιογενής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omogen, omogenă, omogene, omogena

ομοιογενής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
homogen, homogena, homogeni, homogeno, homogene

ομοιογενής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
homogénna, homogénny, homogénne, homogénnej, homogénnu
Τυχαίες λέξεις