Dominar στα ελληνικά
Μετάφραση: dominar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, κυβερνώ, αποφασίζω, δεσπόζω, κανόνας, διέπω, κυριαρχώ, βασιλεύω, ιθύνω, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domiciliar στα ελληνικά - κυριαρχώ, ιστορία, ίδρυση, εγκαθίσταμαι, επιβάλλω, ιδρύω, διαπιστώνω, ...
- domicílio στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
- domine στα ελληνικά - κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
- domingo στα ελληνικά - ήλιος, Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
Τυχαίες λέξεις
Dominar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, κυβερνώ, αποφασίζω, δεσπόζω, κανόνας, διέπω, κυριαρχώ, βασιλεύω, ιθύνω, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, κυβερνώ, αποφασίζω, δεσπόζω, κανόνας, διέπω, κυριαρχώ, βασιλεύω, ιθύνω, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο