Διέπω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διέπω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα πορτογαλικά - disputa, disputar, porfiar, litígio, diferendo, litígios, controvérsia
- διέξοδος στα πορτογαλικά - porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de
- διήθηση στα πορτογαλικά - filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem
- διίσταμαι στα πορτογαλικά - divergir, divergem, diverge, divergentes, afastar
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo
Μεταφράσεις: dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo