Δεσπόζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avassalar, domiciliar, dominar, elevar-se de, overtop, sobrelevar em altura, levar a melhor sobre
Δεσπόζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεσπόζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα πορτογαλικά - rapariga, faltar, trair, falta, falhar, moça, garota, ...
  • δεσποτικός στα πορτογαλικά - magistral, mestre, masterful, de mestre, maestria
  • δευτερεύων στα πορτογαλικά - secundário, acessório, segunda, secundária, secundários, derivado, secundárias
  • δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά - instante, assento, sentar, momento, segundo, segunda, outro, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: avassalar, domiciliar, dominar, elevar-se de, overtop, sobrelevar em altura, levar a melhor sobre