Dreno στα ελληνικά
Μετάφραση: dreno, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, στραγγίζω, δράμα, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις
- drapeje στα ελληνικά - τυλίγω, δραστικός, κουρτίνα, drape, ιματίου, ντραπέ, πάνα
- drenagem στα ελληνικά - στραγγίζω, οχετός, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
- droga στα ελληνικά - φαρμακείο, ναρκωτικό, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
- drogar στα ελληνικά - φαρμακείο, ναρκωτικό, νάρκωση, ντοπάρισμα, χορήγηση φαρμάκων, το ντοπάρισμα, το ντοπάρισμα των
Τυχαίες λέξεις
Dreno στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, δράμα, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, δράμα, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε